- αφάσκιωτος
- η , ο1) незапелёнатый, не завёрнутый в пелёнку; 2) неперевязанный, неперебинтованный
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αφάσκιωτος — η, ο 1. ο δίχως φασκιές, ασπαργάνωτος 2. χωρίς επίδεσμο … Dictionary of Greek
αφάσκιωτος — η, ο αυτός που δεν τον τύλιξαν με τη φασκιά: Τα μωρά τώρα τα μεγαλώνουν αφάσκιωτα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)